Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραπιαία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστραπιαία [astrapiéa] adv (L) = αστραπηδόν
:
  • ενήργησε, κατάλαβε, σκέφτηκε ~ |
  • η εταιρεία σάς εξυπηρετεί ~ |
  • μπορείτε ~να κλείσετε θέση σε οποιαδήποτε πτήση του δικτύου της αεροπορικής εταιρείας |
  • πήδησε ~ στην ορχήστρα, άρπαξε την μπαγκέτα του μαέστρου κι άρχισε να διευθύνει (Melas) |
  • επιθεώρησα την κατάσταση ~ (Theotokas) |
  • αυτός που δέχτηκε τη μπουκάλα στο κεφάλι σπεύδει ν' απαντήσει ~ μ' ένα πιάτο (Psathas, adapted)

[der of αστραπιαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες