Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραπιαία [astrapiéa] adv (L) = αστραπηδόν
- :
- ενήργησε, κατάλαβε, σκέφτηκε ~ |
- η εταιρεία σάς εξυπηρετεί ~ |
- μπορείτε ~να κλείσετε θέση σε οποιαδήποτε πτήση του δικτύου της αεροπορικής εταιρείας |
- πήδησε ~ στην ορχήστρα, άρπαξε την μπαγκέτα του μαέστρου κι άρχισε να διευθύνει (Melas) |
- επιθεώρησα την κατάσταση ~ (Theotokas) |
- αυτός που δέχτηκε τη μπουκάλα στο κεφάλι σπεύδει ν' απαντήσει ~ μ' ένα πιάτο (Psathas, adapted)
[der of αστραπιαίος]



