Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρακάν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρακάν το [astrakán] & αστραχάν το [astraxán] Ο (άκλ.) : πολύτιμη σκουρόχρωμη γούνα με μαλακό τρίχωμα που σχηματίζει βοστρύχους, που γίνεται από το δέρμα νεογέννητων προβάτων της περιοχής Aστραχάν της Ρωσίας. || ύφασμα που μιμείται την υφή αυτής της γούνας. || (ως επίθ.): Γούνα / παλτό ~.

[λόγ. < γαλλ. astrakan < Astrakhan (όν. ρωσ. πόλης)· λόγ. ορθογρ. δαν. με βάση το ρωσ. έτυμο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρακάν, αστρακάς s. αστραχάν.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες