Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραγαλιά [astraγaljá] η, (& στραγαλιά) usu pl αστραγαλιές οι, naut
- bottom boards, removable planks in bottom of a boat:
- καρφώσανε τις κάτου στραγαλιές, που τις φιλιάσανε με τα σπάγια (Vlami)
[der of αστράγαλος w. suff -ιά]
- bottom boards, removable planks in bottom of a boat:



