Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστράκι1 [astráci] το,
- ① little star, starlet (syn αστεράκι):
- έν' ~φάνηκε μέσ' από τα σύννεφα |
- νύχτα χωρίς αστράκια |
- κάπου χαμηλά εκεί είναι κι ο δικός μας γαλαξίας με άπειρα αστράκια γαλάζια, κίτρινα κλ (DOikonomidis) |
- γι' αυτούς ανάβει ο ουρανός μύρια αστράκια (Roussia)
- ⓐ spark, flash, star (near-syn σπίθα):
- χτύπησε το κεφάλι του και είδε αστράκια |
- σφύριξαν στον αέρα γροθιές, σπίθισαν αστράκια από ντουφεκιές (Koumantareas) |
- ~.. ανάβει μια στιγμούλα μέσα μας και μας οδηγεί να στέλνουμε μηνύματα αγάπης (Christidis)
- ② star-shaped ornament or decoration (syn L αστερίσκος 1):
- σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μου η πλατιά νταντέλα με τα ωραία της σχήματα, ανθάκια, αστράκια κλ (Xenop)
- ⓑ star-shaped cookie or pasta
- ③ star-shaped flower:
- το γιασεμί συμμάζεψε τα λευκά του αστράκια (KPolitis) |
- η γιασεμιά .. έχει αγκαλιάσει ως απάνω τον τοίχο και τον εστόλισε με τα αστράκια της (Petsalis)
- ⓒ bot plant of the genus Aster, specif China aster, Callistephus chinensis
[fr MG αστράκιν, dimin of άστρον]
- ① little star, starlet (syn αστεράκι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστράκι2 [astráci] το, (& αστράχι) region.
- ① clay potsherd, shard (syn L όστρακο)
- ② mortar made of lime and ground potsherds (syn αστρακιά 1, κουρασάνι)
[fr postmed αστράκιον, der of K (also pap), AG ὀστράκιον (Aristotle +), dimin of ὄστρακον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστρακιά [astracjá] η, (& αστραχιά & αστρεχιά) region.
- ① mortar made of lime and ground potsherds (syn αστράκι2 2)
- ⓐ roof covered w. mortar made of lime and ground potsherds (near-syn ταράτσα)
- ② projecting overhang at edge of roof, eaves (syn αστράχα 1, L γείσο, προστέγασμα)
[fr postmed (Somavera) αστρακιά ← *οστρακία, der of όστρακον w. suff -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αστράκιον το· αστράκι· αστράκιν.
-
- Mίγμα από άμμο και κεραμίδια:
- (Hagia Sophia ω 51517).
[<αρχ. ουσ. οστράκιον. O τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mίγμα από άμμο και κεραμίδια:



