Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστοχώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστοχώ [astoxó] Ρ10.9α : 1α.για βολή που δεν πέτυχε το στόχο της: Ο κυνηγός σημάδεψε και πυροβόλησε, η σφαίρα όμως αστόχησε. || στοχεύω χωρίς επιτυχία: Aστόχησε και τις τρεις φορές. β. (μτφ.) αποτυχαίνω: Οι διάφορες θεωρίες αστόχησαν στον τομέα της πράξης. || Aστόχησες!, μάντεψες λάθος! 2. (λαϊκότρ.) ξεχνώ: Tον αστόχησε ο χάρος, για πολύ γέρο.

[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. ἀστοχῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
αστοχώ· μτχ. παρκ. αστοχημένος· αστοχισμένος.
  • 1)
    • α) Δεν πετυχαίνω το στόχο μου, λαθεύω στο σημάδι:
      • είδεν ο Έκτωρ αστοχήσαντα την λόγχην (Eρμον. Y 236
    • β) δεν πετυχαίνω κ.:
      • ηστόχησε του σκοπού (Δούκ. 16719
    • γ) σφάλλω στην κρίση μου, «πέφτω έξω»:
      • σκεύος βασάνων αν ειπείς, ουκ αστοχήσεις λέγων (Kαλλίμ. 536).
  • 2) Aδυνατώ:
    • O νους μου … να στιχοπλέξει αστοχεί την άλωσην της Πόλης (Θρ. Kων/π. H 2).
  • 3) (Nομ.) δεν έχω δικαίωμα (να κάνω κ.):
    • ανηλίκων τελευτώντων των παίδων αστοχεί ο πατήρ να λάβει τα πράγματα των κληρονομιαίων (Eλλην. νόμ. 58214).
  • 4) Περιπλανώμαι:
    • (Διγ. Z 3342).
  • 5) Aτυχώ, δυστυχώ:
    • (Mαχ. 61610).
  • 6) Δεν παράγω:
    • ηστόχησεν η θάλασσα (Πουλολ. 292).
  • 7)
    • α) Ξεχνώ, λησμονώ:
      • (Πουλολ. 298
    • β) δεν υπολογίζω, αδιαφορώ για κ.:
      • θέλει με αναγκάσει να αστοχήσω το μισητόν γήρας η αγάπη σου (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 21628).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Aποτυχημένος:
      • (Φλώρ. 1097).
    • 2) Kακότυχος, κακομοίρης, άθλιος:
      • από κοιλίας μητρός αστοχημένος (Σπανός A 154).
    • 3) Παραμελημένος, αχρησιμοποίητος:
      • τα πλούτη πὄχομε να μείνου αστοχισμένα (Eρωφ. Δ´ 311).

[μτγν. αστοχέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστοχώ [astoxό] αστοχεί, & αστοχάει), ipf αστοχούσα, aor αστόχησα (subj αστοχήσω), pf & plupf έχω-είχα αστοχήσει
  • ① fail to hit the target, miss the mark (syn λαθεύω, ξαστοχώ, ant πετυχαίνω):
    • η βόμβα, η σφαίρα, το χτύπημα αστόχησε |
    • μου ρίχνει πλήθος σαΐτες κι ούτε με μια δεν αστοχεί (Charis) |
    • ο Ν. ντουφεκώντας έναν ντεβετζή, που περνάει με την γκαμήλα του φορτωμένη μπαρούτι, αστοχάει αυτόν, βρίσκει όμως το φόρτωμα (Melas) |
    • δεν αστοχούν ποτέ να χτυπήσουν τον ιππέα ή το άλογο (Vacalop) |
    • το χέρι που 'χε αστοχήσει το σημάδι το 'χε μαράνει η ταραχή (Prevelakis) |
    • folks. τον αντρωμένο μην τον κλαις, όντεν κι αν αστοχήσει, | μ' αν αστοχήσει μια και δυο, πάλι αντρωμένος είναι (Theros)
  • ⓐ fail to achieve or reach:
    • αστοχεί στις επιδιώξεις του |
    • το βιβλίο του ποιητή δεν αστοχεί στον εξανθρωπιστικό του προορισμό (Palam) |
    • η ελπίδα μας είναι να ενωθούμε με το ελληνικό βασίλειο· αν αστοχήσουμε σ' αυτό, θα γυρέψουμε .. να 'ρθούμε πιο κοντά του (Prevelakis)
  • ② be unsuccessful, go wrong, fail, miss (syn αποτυχαίνω, αστοχεύω, ξαστοχώ):
    • η διδασκαλία, το επιχείρημα, η θεωρία, το σύνθημα αστοχεί |
    • η προσπάθεια, το σχέδιο, ο υπολογισμός, η χειρονομία αστόχησε |
    • αστόχησε στον αγώνα, στη δουλειά, στην πολιτική του |
    • αν κάτι σ' εμάς αστόχησε, δεν είναι η οργάνωση, είναι οι άνθρωποι (Tsatsos) |
    • το ντοβλέτι τούς πήγαινε με το ήμερο, αφόντας αστόχησε στο άγριο (Prevelakis) |
    • μόνο η κόρη του δεν αστόχησε· παντρεύτηκε τον τσάρο της Μοσχοβίας (Gialourakis) |
    • όπου η ωχρίνη τυχαίνει να αστοχήσει, την αντικαθιστούμε με ανδρική ορμόνη (Louros)
  • ⓑ make a mistake, go wrong, err (syn λαθεύω, ξαστοχώ, σφάλλω):
    • αστοχεί ο πρωθυπουργός στη σύγκριση των ρυθμών αναπτύξεως Ελλάδος και ΕOK |
    • πώς αστοχεί ο νους, αφού υποτίθεται ότι τα πράγματα είναι πρόθυμα πάντοτε .. να υποταχθούν στους ορισμούς του; (Papanoutsos) |
    • αστοχάνε στους λογαριασμούς των (Theodorakop) |
    • δεν έχουν αστοχήσει όσοι τον παρόμοιασαν με τον Π. (Panagiotop)
  • ③ forget (syn λησμονώ, ξαστοχώ, ξεχνώ):
    • κάτι μάθαμε κι εμείς .. απ' το δάσκαλο, μα τ' αστοχήσαμε με τα χρόνια (Drosinis) |
    • αστόχησε την παραγγελιά που 'χεν έρθει να κάμει στη χώρα (Prevelakis) |
    • στη γραφή που θα κάνεις για μένα, να μην αστοχήσεις τούτη την ευκή μου (Plaskovitis) |
    • ποτέ δεν την αστοχάει αυτήν την άγια μέρα (Lappas) |
    • folks. εγώ δεν σ' ~ποτέ, όσο καιρό θα ζήσω (Passow) |
    • poem .. αστόχησε να πάρει | από τ' αμάξι τ' ωριοπλούμιστο το λαμπερό μαστίγι (Homer Il 10.500 Κaz-Kakr)
  • ④ agric fail (to grow) (ant ευδοκιμώ):
    • αστόχησαν τα σπαρτά |
    • folks. μην τήνε κλαις τη λεϊμονιά, χίλια κι αν αστοχήσει, | κάνει λεϊμόνια δίφορα, τον κόσμο να γεμίσει (Theros)

[fr postmed, MG αστοχώ ← PatrG, K (also pap) ἀστοχῶ (-έω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστόχως [astόxos] adv (L)
  • inappropriately, wrongly (syn άστοχα 2):
    • ο Μεζιέρ τοποθέτησε εδώ κοντά τη Θαυμακίη, ~όμως (Varelas)

[fr kath αστόχως ← Κ, der of ἄστοχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες