Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστερέωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αστερέωτος, επίθ.
  • Που δεν είναι στερεωμένος· άκυρος:
    • πούληση … αστερέωτη (Aσσίζ. 2866).

[<στερ. α‑ + στερεώνω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστερέωτος -η -ο [asteréotos] Ε5 : που δεν τον έχουν στερεώσει, που δεν είναι στερεωμένος.

[λόγ. επίδρ. στο αστέριωτος κατά την αντιστοιχία: στέριος - στερεός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστερέωτος, -η, -ο [asteréotos] (D & region. αστέριωτος [astérjotos])
  • ① not fastened, or fixed, not secured (ant στερεωμένος):
    • ~φράχτης |
    • αστερέωτο μπαλκόνι, πάτωμα |
    • poem είμαστε ένα αστερέωτο παραθυρόφυλλο, | που χτυπά μέσ' τη νύχτα (Montis)
  • ② not made firm or strong, unstable:
    • ~γάμος
  • ⓐ unbased, unsubstantiated, unsupported (near-syn αβάσιστος, αστήριχτος 2):
    • του είδους αυτού τα ξεχωρίσματα, ρομαντισμός, κλασικισμός, δείχνονται συχνά ετικέτες ασύστατες και αστερέωτες (Palam)

[cpd w. στερεωτός, whose der is στερεωτ-ικός (Antyllas, 2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες