Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστειάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστειάκι [astiáci] το,
  • short or light joke, witticism, pleasantry (syn καλαμπουράκι):
    • διασκέδαζαν το κοινό με τα αστειάκια και τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας |
    • όλα αυτά τα αστειάκια ήταν απαράδεκτα χυδαία |
    • ήταν συμπαθέστατος με τα μικρά παιδιά, με τα αστειάκια που μας έκανε (Louros)

[dimin of αστείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες