Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστειάκι [astiáci] το,
- short or light joke, witticism, pleasantry (syn καλαμπουράκι):
- διασκέδαζαν το κοινό με τα αστειάκια και τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας |
- όλα αυτά τα αστειάκια ήταν απαράδεκτα χυδαία |
- ήταν συμπαθέστατος με τα μικρά παιδιά, με τα αστειάκια που μας έκανε (Louros)
[dimin of αστείο]
- short or light joke, witticism, pleasantry (syn καλαμπουράκι):