Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστείρευτα [astírefta] adv (L)
- inexhaustibly, continually, ceaselessly (syn αστέρευτα, άσωστα, near-syn ανεξάντλητα):
- είναι απ' το φως που .. μου δίνει πλούσια κι ~φωτεινή .. η δική σου ψυχή (Drosinis) |
- θρηνούσε ~ η βαριόμοιρη η γυναίκα του (Panagiotop)
[der of αστείρευτος]
- inexhaustibly, continually, ceaselessly (syn αστέρευτα, άσωστα, near-syn ανεξάντλητα):



