Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταμάτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασταμάτητα [astamátita] adv
  • ceaselessly, unremittingly, continuously, non-stop (syn αδιάκοπα, ακατάπαυτα, άπαυτα, ασίγαστα, ασκόλαστα):
    • εργάζεται, γράφει, κλαίει, πίνει, προχωρεί, φλυαρεί ~ |
    • βρέχει ~ |
    • η καταιγίδα κράτησε τρεις μέρες ~ |
    • ολόγυρά του όλα κινούνται .. με ρυθμό ~ επιταχυνόμενο (Panagiotop) |
    • η πραγματικότητα μοιάζει με ποτάμι που κυλά ~ (Evelpidis) |
    • το πυροβολικό του εχθρού ρίχνει ~ (Terzakis) |
    • το παιδί .. ~ ζητεί να μάθει τα ονόματα των πραγμάτων που το περιστοιχίζουν (Geros)

[der of ασταμάτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες