Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστακός
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστακός ο [astakós] Ο17 : μεγάλο δεκάποδο μαλακόστρακο, που τα μπροστινά του πόδια καταλήγουν σε μεγάλες δαγκάνες και του οποίου το πιο γνωστό είδος, που ψαρεύεται για το εκλεκτό του κρέας, ζει στη θάλασσα: Kαθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα δίπλα στη θάλασσα και φάγαμε αστακό. (έκφρ.) κόκκινος σαν ~, κατακόκκινος, όπως γίνεται ο αστακός όταν βράσει: Έγινε κόκκινος σαν ~ από το θυμό του / από την ντροπή του. ΦΡ είναι κάποιος οπλισμένος / αρματωμένος σαν ~, για κπ. που είναι πολύ καλά οπλισμένος.

[αρχ. ἀστακός]

[Λεξικό Κριαρά]
αστακός ο· ’στακός.
  • Θαλάσσιο μαλακόστρακο:
    • (Προδρ. IV 319).
  • Τ. ’στάκος ως προσωποπ.:
    • (Oψαρ. 36118).

[αρχ. ουσ. αστακός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστακός [astakós] ο, (& region. στακός) fish.
  • ① spiny lobster, langouste, Palinurus vulgaris:
    • phr αρματωμένος (or οπλισμένος) σαν ~armed to the teeth |
    • κόκκινος σαν ~ red like a lobster |
    • η γλώσσα του μπερδεύεται, .. ανάβει σαν ~ απ' την οργή (Petsalis)
  • ② lobster, Homarus vulgaris, Homarus americanus (syn καραβιδομάνα)

[fr postmed, MG αστακός beside MG στακός & οστακός; the latter fr *osthnko-, while AG (Philyllius, 5th c. BC; etc) ἀστακός resulted by vocalic assimil]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αστακός [astakós] ο, geogr
  • town in Acarnania (WSterea)

[der of αστακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστακόσουπα [astakósupa] η,
  • lobster soup

[cpd w. σούπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες