Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστακοουρά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστακοουρά η [astakourá] Ο24 : το κρέας του αστακού, εκτός από τα πόδια και το κεφάλι, που τρώγεται συνήθ. αποξηραμένο.

[αστακ(ός) -ο- + ουρά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστακοουρά [astakourá] η, fish.
  • lobster tail, lobster meat:
    • είχε μαγειρέψει πιλάφι με αστακοουρές (Nirvanas) |
    • ανέβαινε και στα Σπάτα με τίποτα ψαρομεζέδες |
    • αβγοτάραχα χταποδιού, .. καμιά ~ (Zappas)

[cpd w. ουρά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες