Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταθές
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασταθές [astaθés] το, (L)
  • ① sth changeable, volatile, or fickle:
    • κάθε νησί αναδύεται και προβάλλει .. σαν αντίθεση .. προς το ~το απέραντο .. και το ρευστό που είναι η θάλασσα (Karantonis)
  • ② instability, volatility, fickleness (syn αστάθεια 2):
    • η γλώσσα του είναι καθ' όλα συνεπής προς το ~και παράφρον των ηρώων του (Peranthis)

[fr kath το ασταθές, substantiv. n of ασταθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες