Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστέριωτος s. αστερέωτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστέριωτος -η -ο [astérjotos] Ε5 : (προφ.) που δεν έχει στεριώσει: ~ γάμος.
[α- 1 στεριώ(νω) -τος]



