Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστάρι το [astári] Ο44 : υλικό με το οποίο καλύπτουν μια επιφάνεια, που πρόκειται να ελαιοχρωματιστεί.

[τουρκ. astar (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστάρι [astári] το,
  • ① material sewn on the inside of garments, lining (syn σωπάνι, υπένδυση, φόδρα):
    • βάζω, ράβω ~
  • ② first or preparatory coat of paint, primer, undercoat (syn phr πρώτο χέρι)

[fr postmed (Somavera) αστάρι ← Turk astar, this fr Pers]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες