Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασσυριακά [asiriaká] τα, (L)
- language spoken by the ancient Assyrians, Assyrian:
- έβγαλε λόγους σ' εφτά γλώσσες, όλες νεκρές |
- ~βαβυλωνιακά, αραμαϊκά κλ (Tachtsis)
[substantiv. n pl of ασσυριακός]
- language spoken by the ancient Assyrians, Assyrian:



