Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπρόρουχο το [aspróruxo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : 1.σύνολο από σεντόνια, μαξιλαροθήκες, πετσέτες και άλλα λευκά είδη από βαμβάκι ή λινό. 2. εσώρουχα, συνήθ. λευκά.
[ασπρο- + ρούχο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρόρουχο [asprόruxo] το, usu pl ασπρόρουχα τα,
- ① white goods, linen, whites (syn ασπρικά, syn phr άσπρα ρούχα):
- πλένει, ράβει, σιδερώνει ασπρόρουχα |
- το ρέμα του ποταμού δεν τρέχει μπροστά μας .., μονάχα για να πλύνουμε τ' ασπρόρουχά μας μέσα του (Palam) |
- την επομένη του γάμου περιφέρουν το αιματωμένο ~της νύφης (Katsigra) |
- με τον πλούτο που έφερε η Aναγέννηση, οι άνθρωποι άρχισαν να φορούν ασπρόρουχα και προπάντων πουκάμισα (Evelpidis) |
- είχε μοιράσει στους φτωχούς πολισμάνους κάμποτ γι' ασπρόρουχα (ChZalokostas)
- ② specif undergarments, underwear, lingerie (syn εσώρουχα; cf dial ασπρόσκουτα):
- αντρικά ασπρόρουχα |
- σχεδόν στη γωνία του δρόμου .. μας σταμάτησε μια έκθεση από ασπρόρουχα γυναικεία (KPolitis)
[cpd w. ρούχο]
- ① white goods, linen, whites (syn ασπρικά, syn phr άσπρα ρούχα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπρορουχού η [asproruxú] Ο37 : (παρωχ.) μοδίστρα που έραβε ασπρόρουχα.
[ασπρόρουχ(ο) -ού]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρορουχού [asproruxú] η,
- ① seamstress of linen or whites:
- δεν τους έφτανε το ημερομίσθιο της μοδιστρούλας ή της ασπρορουχούς (Xenop) |
- βαστούσε στη ράχη της το στεντούκι με τα νυχτικά και τις καμιζόλες .., όλα βγαλμένα από χέρι πιδέξιο ασπρορουχούς (Vlami)
- ② thief of laundry hung to dry
[der of ασπρόρουχο w. suff -ού]
- ① seamstress of linen or whites:



