Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπρούδι το.
-
- (Θωπευτ.) αυτός που έχει λευκό πρόσωπο· που είναι γενικά λευκός:
- Aσπρούδι μου, ζαφείρι μου, φούμος των κορασίδων (Ch. pop. 297).
[<επίθ. άσπρος + κατάλ. ‑ούδι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Θωπευτ.) αυτός που έχει λευκό πρόσωπο· που είναι γενικά λευκός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρούδι [asprú∂i] το, agric = ασπρούδα η
[fr postmed ασπρούδι ← der of άσπρος w. suff -ούδι]



