Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρουλός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρουλός -ή -ό [asprulós] Ε1 : (προφ.) που έχει σχεδόν άσπρο χρώμα.

[μσν. ασπρουλός < άσπρ(ος) -ουλός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρουλός, -ή, -ό [asprulós] s. ασπρουλιάρης 1
:
  • ασπρουλή κοιλιά |
  • [ανεμώνες] ασπρουλές από το ξεθώριασμα του ήλιου (Myriv) |
  • τα κάτασπρα κορμιά τους αρχίσανε να χαράζουνε ασπρουλές γραμμές στο μολυβί χρώμα τ' ουρανού (Segditsas) |
  • οι πρόσφατες κακώσεις του αρχαίου από το μηχανικό αλέτρι είναι ασπρουλές (Bakalakis) [der of ασπρουλλός, der of άσπρος w. suff -ουλλός; cf βαθουλλός, μακρουλλός, νερουλλός, παχουλλός etc (Hatzid, MNE 2.307 and Aθηνά 29

[1917], Λεξικογρ. Aρχ. 13 f. = ΓE 2.268)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες