Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπριτζής ο [aspridzís] Ο8 : (οικ.) τεχνίτης που κάνει υδροχρωματισμούς ή και ελαιοχρωματισμούς.
[ασπρ(ίζω) -ιτζής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπριτζής [aspridzís] ο,
- whitewasher (syn ασπριστής):
- είχε αλλάξει πολλές τέχνες, ώσπου να μείνει ~(Charis) |
- o ~ .. χαράμισε ολάκερη μέρα μην αποφασίζοντας από πού ν' αρχίσει το βάψιμο μιας κάμαρης (Tsirkas)
[der of ασπρίζω w. suff -ιτζής]
- whitewasher (syn ασπριστής):



