Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπριδερός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπριδερός s. ασπρειδερός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπριδερός -ή -ό [aspriδerós] Ε1 : που έχει σχεδόν άσπρο χρώμα.

[άσπρ(ος) -ιδερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες