Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασπριά η· ασπριγιά.
  • Tο άσπρο χρώμα, η λευκότητα:
    • με την ασπριά τζη εθάμπωνε τον ίδιο ήλιο (Πανώρ. A´ 314).

[<επίθ. άσπρος + κατάλ. ιά. O τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπριά [asprjá] η,
  • ① white color, whiteness (syn ασπράδα):
    • η ~του προσώπου, του τοίχου |
    • folks. έχεις του ήλιου τις ασπριές, του φεγγαριού το ρέγκι (Pelop)
  • ② region. (Pelop) soil containing white clay, white soil (syn ασπρογή, ασπρόχωμα)

[fr postmed ασπριά, der of άσπρος w. suff -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες