Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπερματισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπερματισμός [aspermatizmós] ο, (L) med
  • inability to produce or ejaculate sperm, aspermatism, aspermia (near-syn ανικανότητα 3)

[fr kath ασπερματισμός ← ISV aspermatism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες