Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπερματισμός [aspermatizmós] ο, (L) med
- inability to produce or ejaculate sperm, aspermatism, aspermia (near-syn ανικανότητα 3)
[fr kath ασπερματισμός ← ISV aspermatism]



