Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπερμία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπερμία η [aspermía] Ο25 : 1.(βοτ.) η έλλειψη σπερμάτων (σπόρων). 2. (ιατρ.) η έλλειψη σπερματοζωαρίων από το σπερματικό υγρό.

[λόγ. < νλατ. asperm(ia) < αρχ. ἄσπερμ(ος) (δες λ.) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπερμία [aspermía] η, (L) med
  • absence of spermatozoa in the semen

[fr kath ασπερμία ← Fr aspermie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go