Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπασμός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπασμός ο [aspazmós] Ο17 : (λόγ.) φιλί, φίλημα. || Ο τελευταίος ~, που δίνεται σε νεκρό μετά το τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀσπασμός, αρχ. σημ.: `φιλικό χαιρέτισμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπασμός ο.
  • 1) Eρωτικό αγκάλιασμα:
    • (Mάρκ., Bουλκ. 35023).
  • 2)
    • α) Φίλημα·
      • (εδώ αποχαιρετισμού προκ. για μελλοθανάτους):
        • (Διήγ. ωραιότ. 491
      • έκφρ. τελευταίος ασπασμός = το φίλημα που δίνεται στο νεκρό πριν ταφεί:
        • (Διήγ. πανωφ. 57
    • β) (με το ουσ. ευχή προκ. για μνηστεία):
      • την … μνηστήν, ήγουν η έχουσα ευχήν και ασπασμόν (Eλλην. νόμ. 5684
      • φρ. επαίρνω ή λαμβάνω ευχήν και ασπασμόν (μετά γυναικός) = μνηστεύομαι:
        • (Eλλην. νόμ. 5256, 53716).

[αρχ. ουσ. ασπασμός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπασμός [aspazmós] ο, (L)
  • ① kissing, kiss (syn ανασπασμός, φίλημα, φιλί):
    • ~του Iούδα Judas' kiss |
    • τελευταίος ~ kiss given to the dead before burial |
    • ο άμεσος εξαναγκασμός σε ασπασμό παραβιάζει διάταξη της οικουμενικής διακήρυξης για τα δικαιώματα του ανθρώπου |
    • μου 'δωκε έναν ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο (Kondylakis) |
    • poem το μισθό μου σαν παίρνω και σπίτι γυρνώ, | τι ασπασμοί και δεξίματ' απ' όλους (Stavrou Ar) |
    • .. ταξιδεύει σ' ασπασμούς ζεφύρων το νησάκι μας (MPetridis)
  • ② fig usu pl ασπασμοί οι, greetings, regards (syn χαιρετίσματα, χαιρετισμοί):
    • δώσε τους ασπασμούς μου στην οικογένειά σου |
    • πρόσφερε τους ασπασμούς μου και στον καλό φίλο μας

[fr kath ασπασμός ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες