Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπάραγος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασπάραγος, επίθ.
  • Αμετακίνητος, ανενόχλητος:
    • ηυρίσκονταν του τόπου οι αφέντες ανέγγιστοι, ασπάραγοι απέ τους Μουσουλμάνους (Χρον. Τόκκων 1685).

[<στερ. α‑ + σπαράζω. Τ. ασφάρα(γ)ος σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπάραγος s. ασπάραχτος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go