Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπάλακας ο [aspálakas] Ο5 : (ζωολ.) τυφλοπόντικας.
[λόγ. < αρχ. ἀσπάλαξ, αιτ. -ακα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπάλακας [aspálakas] ο,
- ① zoo mole, Talpa europaea (syn αναβολέας 3, σφάλαγκας, τυφλοπόντικας, χαμώρυγας):
- πού βρέθηκαν τόσοι στρατιώτες; λες και ξετρύπωσαν μέσ' από τη γης σαν ασπαλάκοι (Myriv) |
- poem κιόλας οι ασβοί κι οι ασπάλακες ανοίγουν λαγούμια | κάτω απ' το προσκεφάλι μας (Manousakis)
- ② fig unimaginative, or uninspired person:
- "ανώτεροι πνευματικοί άνθρωποι" αυτοθεωρούνται οι φιλολογούντες ασπάλακες (Psathas) |
- οι αστήριχτες αισιοδοξίες είναι για να παρηγορούνε τους ασπάλακες (Vrettakos)
[fr PatrG ἀσπάλαξ ← K, AG; cf postmed ασπάλαγκος 'id.']
- ① zoo mole, Talpa europaea (syn αναβολέας 3, σφάλαγκας, τυφλοπόντικας, χαμώρυγας):



