Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπάλαθος ο [aspálaθos] Ο19 : (βοτ.) είδος αγκαθωτού θάμνου.
[ελνστ. ἀσπάλαθος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπάλαθος ο· ασπάλαθρος.
-
- Θάμνος ακανθώδης:
- (Pιμ. κόρ. 592 κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. ασπάλαθος. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Θάμνος ακανθώδης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπάλαθος [aspálaθos] ο, bot = ασπαλαθιά η
- :
- καλυμμένο από τους ασπάλαθους το τοπίο, .. αχαρτογράφητο, προσφέρεται σε νοερές χαράξεις (Theodorakis)
[fr postmed ασπάλαθος ← AG]



