Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκόπως, επίρρ.
-
- Aπερίσκεπτα, απρόσεκτα:
- (Iερακοσ. 47213).
[μτγν. επίρρ. ασκόπως]
- Aπερίσκεπτα, απρόσεκτα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκόπως [askόpos] adv (L)
- aimlessly, purposelessly (syn άσκοπα):
- περιφέρεται ~he is drifting about |
- η σκηνογραφία .. [είναι] κάποτε ~ φορτωμένη με πανικά (Athanasiadis-N) |
- poem ~περπατεί μέσ' την οδό (Kavafis) |
- να 'χεις στα χέρια τη μασιά, κι αργά μ' αυτήν, | ώρες, ~, τη φωτιά να συνδαυλίζεις (Laskos)
[fr kath ασκόπως ← K, der of ἄσκοπος]
- aimlessly, purposelessly (syn άσκοπα):



