Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκόλυμπρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασκόλυμπρος ο.
  • Το φυτό αγκινάρα (Γεννάδιος 842) ή το κενταύριον ο ραφανίσκος, ένα άγριο φαγώσιμο χόρτο με αγκαθωτό φύλλωμα (Γεννάδιος 460, Πιτυκ.):
    • Ασκολύμπρου ανθόν κοπάνισον (Ιατροσόφ. 8718).

[<αρχ. ουσ. σκόλυμος. Τ. μβρος στο Du Cange. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. σκόλυμος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκόλυμπρος s. σκόλυμπρος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες