Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκούφωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασκούφωτος, επίθ.· ανασκούφωτος.
  • Που δε φορεί σκούφο· που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, ξεσκούφωτος:
    • (Mαχ. 57227).

[<στερ. α‑ + σκουφώνω. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκούφωτος -η -ο [askúfotos] Ε5 : ξεσκούφωτος.

[α- 1 σκούφ(ια) -ωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκούφωτος, -η, -ο [askúfotos]
  • bareheaded, hatless (syn ασκεπής):
    • γυρίζει ~το χειμώνα

[cpd w. σκουφωτός (: σκουφώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες