Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκομαντούρα [askomandúra] η, mus
- bagpipe (syn ασκαύλι):
- απεικονείζεται .. ο Άγιος Φανούριος να παίζει ~(Karakasis) |
- poem .. το τελώνιο κάπου σφύριζε | την ξωτικιά του ~(Skipis) |
- .. να πάει να τη βλογήσουνε στους ήχους της ασκομαντούρας (Diktaios)
[cpd w. μαντούρα]
- bagpipe (syn ασκαύλι):



