Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκληπιάδης [asklipiá∂is] ο, (sp. also Aσκληπιάδης)
- :
- [στο ανάγλυφο] τέσσαρες γυμνοί νέοι ασκληπιάδες σε εναλλασσόμενες στάσεις (Karouzou) |
- πολλοί Έλληνες ασκληπιάδες ακούοντας την λέξη φυσιοθεραπεία μειδιούν ειρωνικώς (Katsigra, adapted)
[fr kath Aσκληπιάδης ← K, AG 'son of Asclepios']



