Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκληπιάδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασκληπιάδης [asklipiá∂is] ο, (sp. also Aσκληπιάδης)
:
  • [στο ανάγλυφο] τέσσαρες γυμνοί νέοι ασκληπιάδες σε εναλλασσόμενες στάσεις (Karouzou) |
  • πολλοί Έλληνες ασκληπιάδες ακούοντας την λέξη φυσιοθεραπεία μειδιούν ειρωνικώς (Katsigra, adapted)

[fr kath Aσκληπιάδης ← K, AG 'son of Asclepios']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες