Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκιά η,
- βλ. σκιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκιαγράφητος, -η, -ο [asciaγráfitos] (L)
- ① not outlined or silhouetted (ant σκιαγραφημένος):
- προσπαθεί να διακρίνει την ασκιαγράφητη μορφή στο σκοτάδι
- ② fig not described in broad outline, not sketched out, still unsketched:
- παρά τις δηλώσεις του αρχηγού, η πολιτική γραμμή του κόμματος παραμένει ασκιαγράφητη
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασκιαγράφητος, cpd w. *σκιαγραφητός (: σκιαγραφώ)]
- ① not outlined or silhouetted (ant σκιαγραφημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκίαστος -η -ο [askíastos] Ε5 : που δεν έχει σκιά, που δεν είναι σκιασμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἀσκίαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκίαστος, -η, -ο [ascíastos] (L)
- ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
- ασκίαστη μορφή, ασκίαστο πρόσωπο |
- πιστεύουν πως η αρχαία ζωή ήταν ασκίαστη από το πένθος (Papantoniou)
- ② undulled, untarnished:
- οι ζωγραφιές των .. Mαυροκορδάτων έμειναν ζωηρές, .. ακατάλυτες, ασκίαστες, αθάνατες (Papatsonis) |
- εξακολουθούν και σήμερα .. να είναι μια ασκίαστη δόξα (Thrylos)
[fr kath ασκίαστος ← MG (12th c.) ← LK, cpd w. σκιαστός (: σκιάζω); cf Somavera άσκιαστος]
- ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκιαχτα [áscjaxta] adv, region. (Crete, Pelop)
- without fear, fearlessly, boldly (syn άφοβα):
- προχωρεί ~
[der of άσκιαχτος]
- without fear, fearlessly, boldly (syn άφοβα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσκιαχτος -η -ο [áskaxtos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν είναι φοβισμένος, σκιαγμένος.
[α- 1 σκιακ- (σκιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκιαχτος, -η, -ο [áscjaxtos]
- fearless, bold (syn ατρόμητος, άφοβος):
- άσκιαχτο παλληκάρι |
- poem τότε ο τρανός Διομήδης ~απηλογιά του δίνει (Homer Il 5.286 Kaz-Kakr)
[cpd w. *σκιαχτός (: σκιάζω); cf ασκίαστος]
- fearless, bold (syn ατρόμητος, άφοβος):



