Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασκητικός, επίθ.
  • Ασκητικός, που αφορά τη ζωή των ασκητών:
    • ασκητικές διάταξες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 361v).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ασκητικά συγγράμματα:
    • (αυτ. φ. 361v).

[μτγν. επίθ. ασκητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκητικός -ή -ό [askitikós] Ε1 : α.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε ασκητή: H ασκητική ζωή, η ζωή του ασκητή και με επέκταση, πολύ λιτή ζωή. Aσκητική φυσιογνωμία / ασκητικό πρόσωπο, το αδύνατο και με φανερά τα σημάδια της στέρησης πρόσωπο του ασκητή και με επέκταση, λεπτό και εξαϋλωμένο πρόσωπο. Zει σε ένα ασκητικό δωμάτιο, πολύ απλό, φτωχικό. || (ως ουσ.) η ασκητική, ασκητική ζωή, ασκητισμός. β. (μτφ., για πρόσ.) που ζει ασκητική, πολύ λιτή ζωή: Είναι πολύ ~. ασκητικά ΕΠIΡΡ: Zει ~, σαν ασκητής.

[λόγ. < ελνστ. ἀσκητικός, αρχ. σημ.: `που κάνει αθλητική εξάσκηση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκητικός, -ή, -ό [ascitikós] (L)
  • ① rigidly self-disciplined, self-denying, ascetic, austere:
    • ~άγιος, αθλητής, παπάς, φιλόσοφος, χαρακτήρας |
    • ~ κομμουνισμός, Xριστιανισμός |
    • ασκητική ψυχή |
    • η πρώτη ασκητική πολιτεία των αιώνων υπήρξε η σπαρτιατική (Panagiotop) |
    • οι τελευταίοι έξι ασκητικοί μήνες ήσαν αρκετά δυσάρεστοι (Karagatsis) |
    • ίδρυσε .. μέσ' το ίδιο το τάγμα των Kαρμηλιτισσών ένα αυστηρότερο και ασκητικότερο τάγμα (Kanellop)
  • ② pertaining to, or characteristic of, ascetics, ascetic, austere (near-syn αυστηρός, μοναστικός):
    • ασκητική εμφάνιση, τέχνη, φυσιογνωμία, ψυχή |
    • ασκητική ζωή, μοναξιά, νηστεία |
    • ασκητική γαλήνη, εξαΰλωση, πειθαρχία |
    • ασκητικό κελί, κρεβάτι, ράσο, φαΐ |
    • ασκητικό ήθος, ιδεώδες, πάθος, πνεύμα |
    • ασκητικά βιβλία |
    • ασκητική περιφρόνηση του κορμιού |
    • ασκητικές βυζαντινές μορφές |
    • πέρασαν όλη τους τη ζωή με ασκητική εγκράτεια (Xenop) |
    • από ασκητικήν υπερηφάνεια δέχουνταν με χαρά το μαρτύριο (Kazantz) |
    • διαιώνιζαν την ασκητική παράδοση των πρώτων αναχωρητών (Ouranis) |
    • θωρείς το ασκητικό στέγνωμα σ' όλο του το είναι (Petsalis)
  • ③ fig austere, severe, rigid, dry (near-syn αυστηρός, στεγνός):
    • ασκητική γη, ομορφιά |
    • η ασκητική Ύδρα |
    • στο διαμέρισμά του η πρώτη εντύπωση ήταν πάλι μια ασκητική λιτότητα (Venezis) |
    • ο Tαΰγετος είναι .. πολύτιμη προσφορά των θεών στην ασκητική Λακωνία (Gialourakis) |
    • η γλώσσα τείνει .. να πάρει την πιο ασκητική της λειτουργία, να φτάσει "στο βαθμό μηδέν της γραφής" (Dizikirikis)

[fr kath ασκητικός ← postmed (Somavera), MG (Du Cange), PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες