Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκητική [asciticí] η, (L)
- ① ascetic way of life, asceticism (syn άσκηση 5):
- η αποχώρηση από τον κοινωνικό στίβο .. οδηγεί είτε στην ~της ερήμου είτε στο χαροκόπι του καταγωγίου (Papanoutsos) |
- η μεσαιωνική ~ ήταν μια πνευματική τεχνική, που είχε τον προορισμό να κατανικά τα δαιμονικά πνεύματα του κακού (Georgoulis) |
- άρχισε να γυρίζει την Mπενγκάλη γυμνός, κηρύττοντας την ~ και την αποχή από κάθε ηδονή (Evelpidis) |
- επιβάλλει στον εαυτό του την ~ της σιωπής (Tatakis)
- ② philosophy or theory of asceticism (syn ασκητισμός 2):
- στον τομέα της θεολογίας προτιμά τα πρακτικά προβλήματα, όπως η ~και το κανονικό δίκαιο (Tatakis) |
- η αντίληψη αυτή δεν ταυτίζεται με την ~ του μηδενισμού (Papanoutsos)
[fr kath (neol) ασκητική, substantiv. f of ασκητικός]
- ① ascetic way of life, asceticism (syn άσκηση 5):