Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητικά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασκητικά, επίρρ.
  • Mε τρόπο ασκητικό:
    • ασκητικά … απέρασε το επίλοιπον της ζωής του (Iερόθ. Aββ. 334).

[<επίθ. ασκητικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκητικά [ascitiká] adv
  • in an ascetic manner, ascetically, austerely:
    • ζουν ~στο κελί τους, χωμένοι στα δυσνόητα βιβλία τους (Papanoutsos) |
    • ένα αραιό ψαρό μουστάκι καμπυλωνόταν ~ απάνω απ' το στόμα του (Montis) |
    • folks. είκοσι χρόνους έκαμα στο μοναστήρι μέσα | κι ~κοιμήθηκα και έφαγα και ήπια (Theros)

[fr postmed ασκητικά, der of ασκητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες