Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκεπής -ής -ές
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασκεπής, επίθ.
  • Που έχει ασκέπαστο, ακάλυπτο το κεφάλι:
    • (Δούκ. 15128).

[μτγν. επίθ. ασκεπής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκεπής -ής -ές [askepís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, που δε φοράει καπέλο ή μαντίλι. || (ειδικότ.) για στρατιωτικό που δε φοράει το προβλεπόμενο κάλυμμα κεφαλής.

[λόγ. < ελνστ. ἀσκεπής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκεπής, -ής, -ές [ascepís] (L)
  • bareheaded, hatless, uncovered (syn ακαπέλωτος, άσκεπος 2b, ασκούφωτος, ξεσκούφωτος):
    • παρακολουθούν την τελετή ασκεπείς (Athanasiadis-N) |
    • και οι πρεσβύτες ακόμα ασκεπείς εκθέτουν στον αέρα γυμνά κρανία (Palaiologos) |
    • φαντάζουμαι τον εαυτό μου ξυπόλυτο κι ασκεπή .. να γυρίζει τα φτωχικά σοκάκια (Alithersis)

[fr kath ασκεπής ← postmed, MG ← LK]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες