Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκήτρια [ascítria] η, region.
- female ascetic:
- folks. κι ήρθα να γίν' ~σιμά στο 'σκηταριόν σου (DPetrop)
[fr postmed ασκήτρια ← PatrG, K]
- female ascetic:



