Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασικλίκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασικλίκι το [asiklíki] Ο44α : (λαϊκ.) λεβεντιά. || προκλητικότητα.

[τουρκ. aşιklιk `παθιασμένη αγάπη΄ ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασικλίκι [asiklíci] το,
  • quality or behavior of youthful or roguish men, youthfulness, roguishness (syn λεβεντιά, μαγκιά) [fr Turk

[a-siklik]]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες