Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασθματικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθματικός -ή -ό [asθmatikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το άσθμα: ~ βήχας. Aσθματική βρογχίτιδα. Παθαίνει ασθματικές κρίσεις. β. που πάσχει από άσθμα, συνήθ. ως ουσ. ο ασθματικός.

[λόγ. < ελνστ. ἀσθματικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθματικός1 [asθmatikós] ο, (L)
  • asthmatic:
    • το χημικό αυτό κατακρατεί τη σκόνη και τη γύρη στους πνεύμονες των ασθματικών |
    • όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος, νοιώθω έντονη τη στέρηση του κυνηγιού |
    • έτσι όπως ένας ~ αισθάνεται, στην κρίση του, την έλλειψη αέρα (Ouranis)

[fr kath ασθματικός, substantiv. m of ασθματικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθματικός2, -ή, -ό [asθmatikós] (L) (& D ασματικός)
  • ① caused by or suffering fr asthma, asthmatic:
    • ασθματικό στήθος |
    • χρονία ασθματική βρογχίτιδα |
    • ανακάλυψαν τη μοριακή δομή της τοξίνης που προκαλεί την ασθματική πνευμονική ανεπάρκεια |
    • ασθματικοί γέροι .. με σφυριγμό στους βρόγχους ανεβαίνουν την κοπιαστική σκάλα του υπουργείου (Papantoniou)
  • ② panting, short-breathed, wheezy (near-syn λαχανιαστός):
    • δυο ασθματικές λέξεις βγαίναν από τα τρεμάμενα χείλια του (Karagatsis) |
    • μιλούσε σιγανά μα γρήγορα, με φωνή ασθματική (id.) |
    • διάσχιζε ~ το τούνελ του διαδρόμου (Koumantareas)
  • ③ fig fastmoving, brisk (near-syn λαχανιαστός, πυρετώδης):
    • ασθματική αφήγηση |
    • ασθματικό ύφος |
    • ο ~ ρυθμός της ζωής |
    • δουλεύει με ασθματικό τρόπο |
    • τα γρανάζια τους μούγκριζαν με ασθματικούς σπασπούς, μα δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν (TAthanasiadis) |
    • μια δύναμη .. φούσκωνε κι άδειαζε μέσα μου με παλμό γρήγορο, ασθματικό (Manglis)

[fr postmed (Somavera) ασθματικός ← MG, LK, der of άσθμα (stem ασθματ-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες