Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασθενώς, επίρρ.
-
- 1) Aρρωστημένα:
- (Iερακοσ. 47428).
- 2) Aπό ασθένεια, εξαιτίας αρρώστιας:
- (Σφρ., Xρον. 1212).
[αρχ. επίρρ. ασθενώς]
- 1) Aρρωστημένα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενώς s. ασθενέστερα.



