Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασθενοφόρο το [asθenofóro] Ο39 : κατάλληλα εξοπλισμένο αυτοκίνητο που μεταφέρει ασθενείς στο νοσοκομείο· νοσοκομειακό: Kάλεσε αμέσως το ~. || (ως επίθ.): ~ αυτοκίνητο / ελικόπτερο / όχημα.
[λόγ. ασθεν(ής) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενοφόρο [asθenofόro] το, (L)
- ambulance (syn ασθενοφόρος1):
- στρατιωτικό ~ |
- ο τραυματισμένος πέθανε μέσα στο ~ την ώρα που μεταφερόταν σε νοσοκομείο |
- ένα καμπανάκι ασθενοφόρου χτυπούσε διακριτικά (Tsirkas)
[fr kath (neol) ασθενοφόρον (sc όχημα), substantiv. n of ασθενοφόρος2]
- ambulance (syn ασθενοφόρος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενοφόρος1 [asθenofόros] η, (L) = ασθενοφόρο το
- :
- μας μεταφέρανε στο νοσοκομείο .. με την ίδια ασθενοφόρο(Chourmouziadis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασθενοφόρος (sc άμαξα), substantiv. f of ασθενοφόρος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενοφόρος2, -α, -ο [asθenofόros] (L)
- used as an ambulance:
- νοσοκομειακό ασθενοφόρο όχημα ambulance |
- ουρλιάζουν από καιρό σε καιρό οι πυροσβεστικές αντλίες, τα ασθενοφόρα αυτοκίνητα ή τα περιπολικά της άμεσης δράσης (Karantonis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασθενοφόρος, cpd of ασθενής & combin form -φόρος (: φέρω); cf σκευοφόρος etc]
- used as an ambulance: