Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασθενισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενισμένος, -η, -ο [asθenizménos] (& αστενισμένος) region.
  • ill, sick, diseased (syn αρρωστημένος2 1):
    • poem εφτάχρονο κοράσι ασθενισμένο | λιώνει ως κερί κλ (Markoras)
  • ⓐ substantiv.:
    • folks. και τι ωφελούν τα γιατρικά σ' έναν αστενισμένο, | οπού τον έχ' ο έρωτας στο στήθος πληγωμένο; (IΛ)

[fr postmed, MG ασθενισμένος, ppp of MG *ασθενίζω, der of ασθενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες