Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενέστερα [asθenéstera] adv (L)
- in a weaker manner, to a lesser degree, weaklier (near-syn λιγότερο, ant ισχυρότερα):
- η ενσυναίσθηση .. χρωματίζει με τον τόνο της άλλοτε ισχυρότερα και άλλοτε ~την εντύπωση που μας δίνει το αισθητικό αντικείμενο (Papanoutsos) |
- θα ήθελε κανείς ο κ. Π. να είχε ~ παρασυρθεί από τη γοητεία των ιστορικών γεγονότων (Chatzinis, adapted)
[fr kath ασθενέστερα ← AG, C of kath ασθενώς]
- in a weaker manner, to a lesser degree, weaklier (near-syn λιγότερο, ant ισχυρότερα):



