Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασηψία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασηψία η [asipsía] Ο25 : 1.η απουσία παθογόνων μικροοργανισμών. 2. το σύνολο των θεραπευτικών μεθόδων που εφαρμόζονται για να αποτρέψουν τις μολύνσεις σε πληγές και σε τραύματα· (πρβ. αντισηψία).

[λόγ. < γαλλ. asepsie < a- = α- 1 + αρχ. σῆψ(ις) -ie = -ία (επειδή η σήψη προκαλείται από μικροοργανισμούς)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασηψία [asipsía] η, (L) med
  • preventive method for eliminating infectious microorganisms, asepsis (near-syn αντισηψία):
    • η σταδιοδρομία του αρχίζει παράλληλα με την επιβολή της νάρκωσης, της αντισηψίας και αργότερα της ασηψίας (Louros)

[fr kath (neol) ασηψία, der of άσηπτος; cf ευσηψία 'readiness to decay' (Theophr)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες