Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημοκλωστή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασημοκλωστή [asimoklostí] η,
  • silver thread or wire used in embroidery, purl (near-syn ασημόγνεμα):
    • κέντημα με ~ |
    • το άλλο όπλο είναι αραβικό, με δαμασκηνά στολίδια και ασημοκλωστές (Petsalis, adapted)

[cpd w. κλωστή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες