Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασημείωτος -η -ο [asimíotos] Ε5 : που δεν τον έχουν σημειώσει. α. που δεν είναι σημαδεμένος. β. για τον οποίο δεν κράτησαν σημείωση.
[λόγ. < ελνστ. ἀσημείωτος `χωρίς σημάδια΄ κατά τη σημ. της λ. σημειώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημείωτος, -η, -ο [asimíotos] (L)
- ① not noted down, unnoted; unnoticed (ant σημειωμένος):
- μερικά από τα ψώνια είναι ασημείωτα στη λίστα |
- η παρουσία του έμεινε ασημείωτη
- ② not deformed or disfigured (syn ασημάδευτος, ant σημαδεμένος):
- ευτυχώς η αρρώστια τον άφησε ασημείωτο
[fr kath ασημείωτος ← PatrG, K, cpd w. σημειωτός (: σημειώ)]
- ① not noted down, unnoted; unnoticed (ant σημειωμένος):



