Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασβεστόλιθος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβεστόλιθος ο [azvestóliθos] Ο20α : ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστίτη.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + λίθος μτφρδ. γαλλ. pierre calcaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστόλιθος [azvestόliθos] ο, (L) geol
  • calcareous rock, limestone (syn ασβεστολίθαρο, ασβεστόπετρα):
    • άσπρος, κίτρινος, μαλακός ~ |
    • στρώμα ασβεστολίθου |
    • άγαλμα από ασβεστόλιθο |
    • κοραλλιογενής ~coral limestone |
    • οι αναβαθμοί στην πρόσοψη έχουν κατασκευαστεί από ασβεστόλιθο (Dakaris) |
    • στην περιοχή της σημερινής Θήρας υπήρχε μια προηφαιστειακή νησίδα από φυλλίτες και από ημικρυσταλλωτούς ασβεστολίθους (Varelas)

[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστόλιθος, cpd w. λίθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go