Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεσταριό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεσταριό [azvestarjό] το, s. ασβεστάδικο 1

[der of ασβέστης w. suff -αριό; cf MG ασβεσταρείον (Du Cange ασβεστάριον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες