Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβέστωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστωση [azvéstosi] η, (L) med
  • ① depositing of calcium or calcium salts, as on cartilage or in tissue:
    • λόγω του ελαττωματικού μεταβολισμού των αλάτων του ασβεστίου .. η ~των οστών των παιδιών δεν εξελίσσεται κανονικά
  • ② lung disease caused by exposure to asbestos, asbestosis

[fr kath ασβέστωσις ← MG; sense 2 fr ISV asbestosis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες